-
1 επεμβατης
ἵππων ἐπεμβάται Eur. — всадники;
ἁρμάτων ἐπεμβάται Eur. — сидящие на повозках седоки, т.е. воины, сражающиеся с колесниц
См. также в других словарях:
επεμβάτης — ἐπεμβάτης και ἐπεμβατήρ, ο (Α) [επεμβαίνω] 1. αναβάτης («ἵππων... ἐπεμβάτας», Ευρ.) 2. ιππέας 3. φρ. «ἐπεμβάται ἴχνεσι κούφοις» αυτοί που πατούν ανάλαφρα … Dictionary of Greek